DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
verb | adjective
tö̀mma v
el. ταυτόχρονη μεταφορά
IT, tech. σβήνω; απαλείφω
met. αδειάζω
tòm [tå´m] adj. ~t ~ma
gen. άδειος
med., agric. στείρα; μη κυοφορούσα