DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tjänst n
econ. υπηρεσία f
econ., commer., construct. υπηρεσίες f
gov. θέση
law δημόσιο λειτούργημα; λειτούργημα f; επαγγελματική υποχρέωση
tjänster n
environ. υπηρεσίες f