DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tjä̀nsteman n ~nen; pl. -män, best. pl. -männen
econ. δημόσιος υπάλληλος
law υπάλληλoς
law, lab.law. υπάλληλος
tjä̀nstemän n
law, econ. προσωπικό αμοιβόμενο με μηνιαίο μισθό
law, lab.law. υπαλληλικό προσωπικό