DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tillträde till accessnät
commun. αποδεσμοποιημένη πρόσβαση
commun., IT αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο; αποδεσμοποίηση του τοπικού βρόχου; αποδεσμοποιημένη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο