DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tillsynsorgan n ~et; pl. ~
econ. ελεγκτικό όργανο
energ.ind., nucl.phys. ρυθμιστική αρχή
fin. ρυθμιστικός φορέας
law ελεγκτική επιτροπή; κανονιστικό όργανο; όργανο επιτήρησης