DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tillsynsmyndighet n
gen. αρχή ελέγχου
environ. εποπτεύων φορέας; αρχές περιβαλλοντικής επιθεώρησης
fin. εποπτική αρχή
law υπηρεσία επίβλεψης; κανονιστικό όργανο; υπηρεσία χορήγησης αδειών; αρχή χορήγησης αδειών