DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tillslag n ~et; pl. ~
agric. επιτυχία του εμβολίου; πιάσιμο m
el. ζεύξη; κλείσιμο m; χειρισμός κλεισίματος; θέση σε λειτουργία; κλείσιμο κυκλώματος; σύνδεση