DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tillsatsämne n ~t ~n
chem. πρόσθετο m; συστατικό μίγματος
environ., agric. έκδοχο m; βοηθητική ουσία
tillsatsämnen n
met., el. πρόσθετα υλικά