DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tilläggsförmåner n
law, insur. επιδόματα μισθού
tilläggsförmån n
econ. επικουρικό επίδομα
insur. προαιρετικές καλύψεις; πρόσθετες καλύψεις
social.sc. επικουρική παροχή