DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tillä̀ggsavgift n ~en ~er
commun. συμπλήρωμα τέλους
environ. ασφάλιστρο m; αμοιβή; βραβείο m; πριμ
hobby, commun. πρόσθετο τέλος
law συμπληρωματικό τέλος
law, insur. πρόσθετη εισφορά
patents. πρόσθετα τέλη
polit., agric. συμπληρωματική εισφορά