DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tidsutlösning n
commun. περίοδος αναμονής; προσωρινή διακοπή; τέλος χρόνου; εξωχρονισμός; νεκρός χρόνος; χρόνος αποσυνδέσεως
commun., IT λήξη χρόνου; λήξη χρόνου φύλαξης
el. διάλειμμα f; διακοπή