DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tid n
gen. όριο χρόνου
commun., transp. περίοδος,χρονικόν διάστημα
environ. χρόνος m; καιρός m; φορά f; χρονικό διάστημα; ώρα f; χρόνος/καιρός/ώρα/φορά/χρονικό διάστημα