DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tímmer [tim´er] n timret; pl. ~, best. pl. timren
construct., wood. ξυλεία κατασκευών ακανονίστων διαστάσεων
environ. ξυλεία m; ξύλο m; Ξύλο m (boscus); ξύλο m (boscus)
forestr. δοκός m (ξύλινη)
tímmer- n
forestr. στοιβάδα f; στοίβα κορμοτεμαχίων