DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tìllväxt n
agric. επιτάχυνσις αυξήσεως
fin. διακανονισμός m; αναπροσαρμογή
health. αύξηση βάρους; διόγκωση κρούστας; επαύξηση
med. ανάπτυξη; αύξηση