DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tìllsyn n ~en ~er
gen. επιτήρηση
agric. φύλαξις
bank., fin. εποπτεία m
dat.proc. έλεγχος m
fin. προληπτική εποπτεία; προληπτικός έλεγχος
law, insur., commun. έλεγχος' επιτήρηση
met., construct. επίβλεψη
tìllsyn fortlöpande, bl.a. under körning n
forestr. συνεχείς έλεγχοι