DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tìllstånd n ~et; pl. ~
chem. αδειοδότηση
environ. άδεια; αποδοχή; έγκριση; συγκατάθεση; σύμφωνη γνώμη; κατάσταση της ύλης; εξουσιοδότηση/άδεια/έγκριση; άδεια/αποδοχή/έγκριση/συγκατάθεση/σύμφωνη γνώμη; άδεια έγγραφο
fin. εξουσιοδότηση
forestr. επιτρέπω; δίνω άδεια
law παροχή άδειας
work.fl., IT, social.sc. κατάσταση; θέση
Tìllstånd n
comp., MS Κατάσταση