DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tìllgång n ~en ~ar
gen. πρόσβαση
commun., IT πρόσβαση' προσπέλαση
comp., MS περιουσιακό στοιχείο, πάγιο
econ. αγαθό m
proced.law., econ., fin. περιουσιακό στοιχείο; στοιχείο ενεργητικού; στοιχείο του ενεργητικού
tìllgångar n
account. στοιχεία του ενεργητικού/περιουσιακά στοιχεία; αποθέματα f; περιουσία f; περιουσιακά στοιχεία
econ. ενεργητικόνουσ.
econ., market. ενεργητικό m
environ. απόθεμα εμπόριο