DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tìllgänglighet n ~en
gen. προσιτότητα f
commun. πρόσβαση
commun., IT επίδοση προσβασιμότητας υπηρεσίας
comp. ανακτησιμότητα f
comp., MS διαθεσιμότητα f
el. σε κατάσταση ετοιμότητας
fin. δυνατότητα πρόσβασης
IT Διαθεσιμότητα f; λόγος ορθής λειτουργίας
IT, dat.proc. προσπελασιμότητα f
mun.plan., transp. δυνατότητα μετακίνησης προς κάποιο σημείο
stat. προσβασιμότητα f