DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tìllbehör n ~et; pl. ~
comp., MS βοήθημα f
el. εξάρτημα f
forestr. αξεσουάρ
industr. βοηθητικός εξοπλισμός
law, industr., construct. βοηθητικά υλικά
mech.eng. πρόσθετη διάταξη
transp., avia. εξαρτήματα f; παρελκόμενα