DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tìllämpning n ~en ~ar
comp., MS εφαρμογή
environ. συμμόρφωση
law, environ. επιβολή/αναγκαστική εκτέλεση/συμμόρφωση/εφαρμογή; αvαγκαστική εκτέλεση