DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
tìllägg n
gen. προσάρτημα f
commun. προσθήκη
comp., MS πρόσθετο m
insur. πρόσθετο ασφαλιστήριο; επασφαλιστήριο
IT προσθέτω
tìllä̀ggs- n
IT, el. επιπρόσθετο m
tìllägga v
gen. προσθέτω