DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
terminal [-a´l] n ~en ~er
gen. πόλοςηλεκτρικός m; τέρμα,αφετηρία,σταθμός f; τερματικό m
commun. σταθμός-χρήστης δεδομένων
forestr. ακροδέκτης m
IT άκρο m; τερματικό δεδομένων; τερματικό παρεπιστάθμευσης
IT, el. μονάδα τερματικού σταθμού επικοινωνούσα με τον χειριστή; τερματικός σταθμός