DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
telefonsvarare n ~n; pl. ~, best. pl. -svararna
commun., IT ενοποιημένη απαντητική συσκευή; αυτόματος τηλεφωνητής
comp., MS φωνητικό ταχυδρομείο
el. αυτόματος απαντητής
IT υπηρεσία απάντησης τηλεφωνημάτων