DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
telefón [-få´n] n ~en ~er
gen. τηλεφώνημα f
comp., MS τηλέφωνο εταιρείας; τηλέφωνο οικίας; τηλέφωνο εργασίας
econ. τηλέφωνο
Telefón [-få´n] n
comp., MS Τηλέφωνο; Τηλέφωνο εργασίας; Τηλέφωνο οικίας