DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
técken [tek´en] n tecknet; pl. ~, best. pl. tecknen
gen. σύμβολο m
commun. ψηφίο πληροφορίας
comp., MS χαρακτήρας m
el. κωδική λέξη; σήμα χαρακτήρα
IT αδειοπλαίσιο m
med. σημείο n
work.fl. σήμα
-técken n
comp., MS σημείο
> -técken n
comp., MS σημείο