DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
tank n ~en ~ar
gen. δεξαμενή
agric. δεξαμενή οινοποίησης; δοχείο οινοποίησης
forestr. ρεζερβουάρ m
tä̀nka v
gen. σκέφτομαι; θεωρώ
tä̀nkande v
gen. σκέψη