DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tàppning n
gen. έκχυση; λήψη τετηγμένου μετάλλου
construct. απόληψη νερού από τον ταμιευτήρα
market. εμφιάλωση; πλήρωση φιαλών
met. λήψη