DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective
tànd n ~en tänder
industr., construct., mech.eng. οδούςδόντι
mech.eng., el. δόντι
tänder v tände, tänt, tänd n. tänt, pres. tänder
forestr. δόντια; οδόντωση
tändände v
met., el. γωνιοτομή του άκρου του ηλεκτροδίου για διευκόλυνση εναύσεως τόξου
tä̀nda adj.
gen. φωτίζω