DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
verb | adjective
tàcka v
gen. ευχαριστώ
econ. πλίνθωμα
fin. ράβδος; ράβδος χρυσού
met. μη σιδηρούχο πλίνθωμα
met., el. όγκος μετάλλου; ράβδος μετάλλου; χελώνα
tä̀cka adj.
gen. καλύπτω
agric. επιπωματίζω τις κυψελίδες
tä̀cka grotvälta med papp adj.
forestr. κάλυμμα