DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
töjningsgivare n
IT, transp. μηκυνσίμετρο
mater.sc., met. μετρητής παραμόρφωσης; μετρητής τάνυσης
transp., tech. ηλεκτρικό μηκυνσίμετρο; μηκυνσιμετρική αντίσταση