DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
töjning n
earth.sc., construct. ανηγμένη παραμόρφωση
earth.sc., met. παραμόρφωση; τάνυση
fish.farm. συνεκτικότητα f; ανθεκτικότητα f
industr., construct. επιμήκυνση
met. μονάδα τάνυσης; παραμόρφωση τάσης; τάνυση λόγω τάσης; διαμήκης επιμήκυνση; διαμήκης μήκυνση
tech., industr., construct. εκατοστιαία επιμήκυνση
transp. ανηγμένη επιμήκυνση; μοναδιαία επιμήκυνση