Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Swedish
⇄
Arabic
Chinese
Danish
Dutch
English
Finnish
French
German
Greek
Italian
Japanese
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
töjning
n
earth.sc., construct.
ανηγμένη παραμόρφωση
earth.sc., met.
παραμόρφωση
;
τάνυση
fish.farm.
συνεκτικότητα
f
;
ανθεκτικότητα
f
industr., construct.
επιμήκυνση
met.
μονάδα τάνυσης
;
παραμόρφωση τάσης
;
τάνυση λόγω τάσης
;
διαμήκης επιμήκυνση
;
διαμήκης μήκυνση
tech., industr., construct.
εκατοστιαία επιμήκυνση
transp.
ανηγμένη επιμήκυνση
;
μοναδιαία επιμήκυνση
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips