DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tå̀g n ~en
gen. σχοινί
environ. αμαξοστοιχία f; συρμός m; αμαξοστοιχία/συρμός f
tàg n ~et; pl. ~
gen. λαβή; εδώ
commun. υποδοχή βύσματος; θηλυκή πρίζα; κυψέλη; πρίζα f
el. ακροδέκτης m