DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tätningsring n
earth.sc., mech.eng. δακτύλιος στεγανοποίησης
mater.sc. δακτύλιος σύσφιγξης; δακτύλιος σφιγκτήρας
mech.eng. δακτυλιοειδές παρέμβυσμα; σύνδεση στεγανοποίησης γύρω από κινητό άξονα; μονάδα ελαιοστεγανοποίσης περιστρεφόμενου άξονα
met. δακτύλιος σφραγίσματος της ένωσης