DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tätningsmaterial n ~et; pl. ~
gen. στεγανωτικά υλικά
fin. μονωτικό m
industr. στεγανοποιητικό υλικό
mater.sc., el. στεγανοποιητικός m
mech.eng. γέμιση