DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tätbebyggelse n ~n ~r
gen. αστική περιοχή; κατοικούμενος τόπος; οικισμένος τόπος; οικισμός; πολεοδομικό συγκρότημα
environ. πυκνοδομημένη περιοχή; οικιστική περιοχή; αστική κοινότητα; αστικό κέντρο; πυκνοδομημένη περιοχή/οικιστική περιοχή