DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
täckplåt n
construct. έλασμα-υδροσυλλέκτης; αρμοπλήρωση; αρμοκάλυπτρο
el. πλάκα κάλυψης διάταξης
mech.eng. πλάκα έμφραξης; πλακίδιο έμφραξης
met. αρμοκάλλυμα; αρμοκαλύπτρα f; πλάκα επικάλυψης; έλασμα επικάλυψης
tech., industr., construct. κάλυμμα f
transp. έλασμα απόφραξης