DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
täcklist n
construct. αρμοκάλυπτρο; αρμοπλήρωση; γέμισμα κενού
mech.eng., construct. διακοσμητική αρμοκαλύπτρα; διακοσμητικός πήχυς επικαλύψεως ενώσεων