DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tä̀tning n
chem. πακετοποίηση
earth.sc., mech.eng. στοιχείο στεγανώσεως
environ. φραγή; επικάλυψη; στοιχείο στεγανοποίησης/επικάλυψη; σφράγιση/στεγανοποίηση/φραγή
forestr. παρέμβυσμα f
mech.eng. στεγανοποιώ; σύνδεση στεγανοποίησης
met. σφράγισμα με πηλό
met., mech.eng. υπόβαθρο m; ενισχυτικό παρέμβυσμα
transp., tech., law στεγανοποίηση