DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tä̀ndning n ~en ~ar
gen. έναυση,ανάφλεξη
el. ανάφλεξη; έναυση
environ. ψήσιμο m; πυροδότηση/έναυση/τροφοδοσία πυράς/ψήσιμο/βολή/πυρά
tandning n ~en ~ar
agric. οδόντωση φύλλου