DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tä̀ckning n
commun. κάλυψη εκπομπής
environ. επικάλυψη; επένδυση; επίστρωση; κάλυμμα f; κάλυψη; επικάλυψη/επένδυση/κάλυμμα/κάλυψη/επίστρωση
fin. διασφαλισμένη επένδυση; καλυμμένη επένδυση
stat. ποσοστό κάλυψης; κάλυψη