DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
systém n
environ. φέρων οργανισμός; ύφασμα/υπόθεμα/πλέγμα/φέρων οργανισμός
IT, el. σύστημα f
IT, tech. σύστημα επεξεργασίας δεδομένων
law, commer., polit. διακανονισμός m