DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
syrgasmask n ~en ~er
lab.law., transp. προσωπίδα οξυγόνου; μάσκα οξυγόνου
mech.eng. προσωπίδα
transp. προσωπίδα ζήτησης οξυγόνου
transp., avia. μάσκα/προσωπίδα οξυγόνου