DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
synergism [-is´m] n ~en
gen. συνεργία,κν.συνέργια f
environ. συνεργισμός m; συνεργία f; συνεργισμός/συνεργία m
med., pharma. συνέργεια m; συνεργική δράση