DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
swap [soåp´] n ~pen ~par
econ. διασταυρούμενες πιστώσεις
fin. υποκατάσταση συμφωνίας ανταλλαγής; σύμβαση ανταλλαγής
swappar n
account. συμφωνίες ανταλλαγής swaps