DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective
svar n ~et; pl. ~
commun., el. ανταπόκριση
IT αρχέγονο απόκρισης; απάντηση
math. απόκριση
stat. αντίδραση
svä̀ra v
gen. βλαστημώ
svårt adj.
gen. δύσκολα
svår adj. ~t ~a
gen. δύσκολος