DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
svàmp n
chem. σπογγώδες απόθεμα
environ. μανιτάρι; μανιτάρι μύκητας
forestr. μύκητας f; τες f
svampar v ~de ~t
environ. μύκητες
nat.sc. μύκητες (fungi)