DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
svàrva v
gen. περιστρέφομαι; στρέφω; τορνεύω
industr., construct., mech.eng. ξυλοτορνεύω; τορναρίζω
med. εκτυλίσσω
met. επεξεργάζομαι την επιφάνεια καλουπιού