DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | noun
svä̀llning n ~en
coal., met. διαστολή
construct. διόγκωσις m
forestr. πρήξιμο m; εξόγκωμα f
industr., construct. διόγκωση
svàllning n ~en ~ar
life.sc., transp. διάβρωσις λόγω κυματισμού