DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
suspensión [-pen∫o´n el. -paŋ∫o´n] n ~en ~er
law διαθεσιμότητα f; προσωρινή απαλλαγή από τα καθήκοντα
pharma., chem. εναιώρημα f
transp. αιώρημα