DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
suppórt [-på´rt] n ~en ~er
mech.eng. εργαλειοφορείο σε έδρα
stat. ενίσχυση
tech., industr., construct. φορέας χτενιού
suppórter [-på´rter] n ~n supportrar
gen. υποστηρικτής m